- παραχαράξιμος
- -ον, ΜΑ [παραχάραξις]1. παραχαραγμένος, κίβδηλος, παραποιημένος («ὑπόχαλκοςπαραχαράξιμον νόμισμα», λεξ. Σούδα)2. συνεκδ. ψεύτικος, νόθος, φαύλος, κακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραχαράξιμον — παραχαράξιμος debased masc/fem acc sg παραχαράξιμος debased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχαράξιμα — παραχαράξιμος debased neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)